χολέδρα

χολέδρα
χολ-έδρα, ,
A groove, Eratosth. ap. Eutoc. in Archim.p.94 H. (pl.).
2 gutter, drain-pipe, Ph.Bel.98.9, Apollod.Poliorc.182.7, Horap.1.21; written χολέρα, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χολέδρα — χολέδρᾱ , χολέδρα groove fem nom/voc/acc dual χολέδρᾱ , χολέδρα groove fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέδρᾳ — χολέδρᾱͅ , χολέδρα groove fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέδρα — ἡ, ΜΑ η υδρορρόη οροφής («τὰς χολέδρας καὶ τοὺς εἰσαγωγεῑς τῶν ἱερῶν κρηνῶν λεοντομόρφους κατεσκεύασαν οἱ ἀρχαῑοι τῶν ἱερῶν ἔργων ἐπιστάται», Ωραπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ερμηνεία τής λ. ως σύνθετης από τους τ. χολή και ἕδρα, στην οποία θα …   Dictionary of Greek

  • χολέδρας — χολέδρᾱς , χολέδρα groove fem acc pl χολέδρᾱς , χολέδρα groove fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέδραις — χολέδρα groove fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελώτρα — ἡ, Α υδρορρόη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χολέδρα* «υδρορρόη οροφής» ή, κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, με έναν δυσερμήνευτο τ. κελέτρα, στον οποίο αποδίδονται από τους μελετητές διάφορες σημ., όπως «βοσκή» ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”